περιβρέμω

περιβρέμω
περι-βρέμω, umrauschen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιβρέμω — Α (ενεργ. και μέσ.) περιβρέμομαι βροντώ ολόγυρα, βουίζω γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρέμω «βροντώ»] …   Dictionary of Greek

  • βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… …   Dictionary of Greek

  • περιβρομώ — έω, Α περιβρέμω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + βρομῶ «βομβώ, βουίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”